- υδρόμητρα
- η, Νιατρ. η συλλογή διαυγούς εκκρίματος στην κοιλότητα τής μήτρας, λόγω αποφράξεως τού τραχήλου της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometra (< υδρ[ο]-* + μήτρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.